- απασχόληση
- Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές δραστηριότητες, όπως η γεωργία, το εμπόριο και η βιομηχανία.
Οι κλασικοί οικονομολόγοι δεν είχαν εμβαθύνει στο πρόβλημα της α., γιατί πίστευαν πως είχε αυτοκαταλυθεί από μηχανισμούς συνυφασμένους με το σύστημα. Κατά την άποψή τους, η χρησιμοποίηση κάθε συντελεστή έχει μια τιμή, όπως κάθε εμπόρευμα –ημερομίσθιο για την εργασία, τόκος για το κεφάλαιο και πρόσοδος για το έδαφος– της οποίας οι διακυμάνσεις επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την προσαρμογή της ζητούμενης ποσότητας προς την προσφερόμενη. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να υπάρξουν συντελεστές της παραγωγής που δεν απασχολούνται, όπως ακριβώς δεν μπορούν να μείνουν απούλητες οι ποσότητες των εμπορευμάτων που παράχθηκαν. Αν π.χ. τα κεφάλαια είναι τόσο άφθονα ώστε κατά ένα μέρος να μένουν νεκρά, το επιτόκιο μειώνεται αυτόματα προκαλώντας έτσι άμεση αύξηση των δυνατοτήτων α. Αν η κατάσταση αυτή παραταθεί, η μειωμένη απόδοση αποθαρρύνει την αποταμίευση και επέρχεται έτσι μια επιβράδυνση στη διαδικασία σχηματισμού κεφαλαίων. Με τη δράση αυτών των δυνάμεων, που επενεργούν κατά τρόπο αντίστροφο, στη ζήτηση και στην προσφορά επιτυγχάνεται αργά ή γρήγορα μια κατάσταση ισορροπίας, στα πλαίσια της οποίας όλα τα κεφάλαια που υπάρχουν καταλήγουν να απασχολούνται πλήρως. Από το άλλο μέρος, οι συντελεστές της παραγωγής είναι συμπληρωματικοί και αντικαθιστούν o ένας τον άλλο μέσα σε ορισμένα όρια.
Η ίδια ποσότητα σιταριού μπορεί να παραχθεί με πολλά μηχανήματα που σκάβουν και αρδεύουν μικρό κομμάτι γης ή με μεγάλες εκτάσεις γης οι οποίες καλλιεργούνται με μικρό μηχανικό εξοπλισμό. Κατά τρόπο ανάλογο μπορούν να κατασκευαστούν υφάσματα με ακριβά μηχανήματα που τα παρακολουθούν λίγοι ειδικοί ή, αντίθετα, με μεγάλο αριθμό εργατών που απαιτούνται για τη λειτουργία πρωτόγονων αργαλειών. Στην πρώτη περίπτωση το άφθονο κεφάλαιο αντικαθιστά τη μικρή έκταση γης και αντίστροφα, ενώ στη δεύτερη η αντικατάσταση γίνεται προς τις δύο κατευθύνσεις, μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ποικίλλουν φυσικά οι μορφές παραγωγής –μεγάλα κτήματα σχεδόν ακαλλιέργητα ή αρδευτικά έργα και τρακτέρ, βιομηχανικές εγκαταστάσεις όπου εφαρμόζεται o αυτοματισμός ή εργαστήρια γεμάτα τεχνίτες– οπωσδήποτε όμως επιτυγχάνεται πάντα ένας συνδυασμός συντελεστών, με τον οποίο εξασφαλίζεται σε όλους η πλήρης α. Συνεπώς, σε αυτή τη διανοητική κατασκευή η ανεργία εμφανιζόταν ως φαινόμενο θεωρητικά αδύνατο, στην πραγματικότητα όμως εκδηλωνόταν κάτω από το μακροοικονομικό πρίσμα. Οι κλασικοί ερμήνευαν αυτή την αντίφαση υποστηρίζοντας πως η ανεργία εμφανίζεται επειδή οι οικονομικές δυνάμεις δεν αφήνονται να αναπτυχθούν ελεύθερα. Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν το κράτος επεμβαίνει για να επιβάλει υψηλά ημερομίσθια ή όταν μονοπωλιακές ομάδες, είτε πρόκειται για συνδικάτα εργαζομένων είτε για εργοδοτικές οργανώσεις, καθορίζουν τις αμοιβές σε επίπεδα τα οποία δεν συμβιβάζονται με τα άλλα δεδομένα της οικονομικής πραγματικότητας.
Στα νεότερα χρόνια, το πρόβλημα της α. αναλύθηκε με μεγαλύτερη προσοχή και σε βάθος, σε θεμελιώδη έργα της οικονομικής επιστήμης, όπως η Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του νομίσματος (1936) του Τζον Μέιναρντ Κέινς και η Θεωρία της ανεργίας (1939) του Άρθρουρ Σέσιλ Πίγκου. Η κεϊνσιανή θεωρία είναι χωρίς αμφιβολία η πιο σημαντική από την άποψη των πρακτικών εφαρμογών της. Σύμφωνα με αυτήν, η κατάσταση μη α. μπορεί να υπάρξει ακόμα και μέσα σε συνθήκες ισορροπίας, αφού προέρχεται από μια διαφορά μεταξύ αγαθών που έχουν παραχθεί και καταναλωθεί, ή, όπως επισήμαινε o Κέινς, μεταξύ εισοδήματος και πραγματικής ζήτησης. Όταν αυξάνει το εισόδημα, η ροπή προς κατανάλωση μειώνεται, επειδή κάθε άτομο τείνει να διαθέσει στην κατανάλωση ένα συνεχώς μικρότερο μέρος των χρηματικών του διαθεσίμων. Έτσι π.χ. ένα άτομο που κερδίζει 100, δαπανά 90 επειδή πρέπει να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες (διατροφή, ιματισμός, κατοικία), ενώ αν κερδίζει 1.000 δαπανά 800 επειδή, εκτός από τις επιτακτικές ανάγκες, θέλει να ικανοποιήσει άλλες προαιρετικής φύσης (θεάματα, ταξίδια κλπ.). Στην πρώτη περίπτωση η δαπάνη αντιπροσωπεύει το 90% του εισοδήματος, ενώ στη δεύτερη, αν και είναι πολύ μεγαλύτερη, είναι μόνο 80%. Η μειωμένη ροπή προς κατανάλωση προκαλεί μια επιβράδυνση της παραγωγικής δραστηριότητας, αφού οι επιχειρήσεις δεν κατορθώνουν να διαθέσουν όλα τα αγαθά που έχουν παραχθεί και από αυτή την επιβράδυνση μπορεί να προκύψει το φαινόμενο της ανεργίας.
Από την άποψη του κοινωνικού συνόλου, η ανεργία δεν είναι μόνο ένα θλιβερό φαινόμενο, που βασανίζει μικρές ή μεγάλες ομάδες ατόμων· αντιπροσωπεύει προπάντων μια άρνηση του οικονομικού συστήματος να αξιοποιήσει τη συμβολή παραγωγικών δυνάμεων και καταλήγει έτσι να είναι μια σπατάλη εθνικού πλούτου. Πραγματικά, 1 εκατ. άνθρωποι χωρίς α., σημαίνει μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ημέρες εργασίας που χάνονται κάθε χρόνο και, συνεπώς, παραίτηση από όλα τα οικονομικά αγαθά που αυτή η εργασία θα μπορούσε να παράγει. Όμως, 1 εκατ. άνεργοι αντιπροσωπεύουν, από την άλλη πλευρά, ένα βάρος για το κοινωνικό σύνολο, που οφείλει να μεριμνήσει για τη συντήρησή τους με βοηθήματα και άλλα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας. Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ανεργία είναι αιτία κοινωνικής αστάθειας και σοβαρής κοινωνικής έντασης, δημιουργεί μια κατάσταση ανησυχίας στους απασχολούμενους εργάτες και παρεμποδίζει την κανονική ανάπτυξη της ζωής ενός έθνους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το πρόβλημα της α. τοποθετείται σήμερα διαφορετικά: η α. δεν είναι απλώς ένα οικονομικό φαινόμενο, που η οικονομική επιστήμη έχει καθήκον να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του, αλλά βασικός αντικειμενικός σκοπός που είναι ανάγκη να πετύχει. Έτσι, περνάμε από την επιστήμη στην οικονομική πολιτική και το πρόβλημα παίρνει τώρα την ακόλουθη νέα διατύπωση: πρέπει να εξασφαλίζεται η πλήρης α. με αρκετά υψηλά ημερομίσθια, χωρίς να οδηγηθεί το οικονομικό σύστημα σε μια πληθωριστική κατάσταση. O όρος πλήρης α. απαιτεί μια σύντομη διευκρίνιση: πλήρης α. δεν σημαίνει μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχουν εργατικές δυνάμεις που να μην απασχολούνται, επειδή αυτό θα ήταν αδύνατο και όχι πάντοτε κατορθωτό εξαιτίας της ακαμψίας που στην περίπτωση αυτή θα προέκυπτε για το οικονομικό σύστημα. Με μια έννοια πιο στενή, πλήρης α. σημαίνει την κατάσταση κατά την οποία υπάρχει μια αντιστοιχία μεταξύ του αριθμού των εργατών και των θέσεων εργασίας. Με την έννοια αυτή υπάρχουν άνεργοι εργάτες ακόμα και σε φάση πλήρους α., π.χ. οι απασχολούμενοι σε εποχικές εργασίες όταν αναστέλλεται o παραγωγικός κύκλος ή όσοι δεν εργάζονται περιμένοντας να τελειώσει η νέα ειδίκευσή τους, την οποία έκανε αναγκαία η τεχνολογική πρόοδος.
Η ανάλυση του φαινομένου της ανεργίας από τον Κέινς επιτρέπει επίσης να προσδιοριστούν τα μέσα θεραπείας που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την εξαφάνιση αυτής της κοινωνικής πληγής. Η φορολογία μπορεί να πετύχει μια ανακατανομή του εισοδήματος, έτσι ώστε να διατηρείται σε υψηλό επίπεδο η ροπή των ατόμων προς κατανάλωση και να ενισχύεται με αυτό τον τρόπο η ανάπτυξη της παραγωγής και η απορρόφηση εργατικών δυνάμεων. Σημαντικότερη όμως από αυτή την άποψη είναι η πολιτική ελλειμματικού ισοζυγίου (deficit spending)που εφαρμόζει το κράτος. Με τη χρηματοδότηση ευρύτατου προγράμματος δημόσιων έργων, το κράτος μπορεί πραγματικά να απασχολήσει ένα μέρος των εργατικών δυνάμεων και να διοχετεύσει στο κοινωνικό σύνολο έναν όγκο εισοδήματος που επιτρέπει να διατηρηθεί η ζήτηση αγαθών σε υψηλά επίπεδα. Αυτό προκαλεί ανάπτυξη της παραγωγής που ενισχύει στη συνέχεια τη διαδικασία ένταξης όλων των εργατών στην οικονομική δραστηριότητα.
Το ζήτημα της απασχόλησης, με την είσοδο των νέων τεχνολογιών, ανάγεται στις ανεπτυγμένες χώρες σε ζήτημα διαρκούς επανεκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού.
Η χώρα μας αντιμετώπισε οξύτατο πρόβλημα εξασφάλισης απασχόλησης για το ένα και πλέον εκατ. προσφύγων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *η (Α ἀπασχόλησις, -εως)η ενασχόληση με κάτινεοελλ.η απόσπαση κάποιου από το κυρίως έργο του («με συγχωρείς για την απασχόληση»)2. η δυνατότητα του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική εργασία της κοινωνίας.
Dictionary of Greek. 2013.